Λυσάνδρου

Λυσάνδρου
Λύσανδρος
masc gen sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • Jüngling von Eretria — Statue des „Jünglings von Eretria“ Die Statue des Kleoneikos, in der archäologischen Fachliteratur üblicherweise als Jüngling von Eretria bezeichnet, wurde im ersten Jahrhundert v. Chr. geschaffen und zeigt einen verstorbenen jungen Mann aus… …   Deutsch Wikipedia

  • νεοκλασικισμός — Μεγάλη πολιτιστική κίνηση που διαδόθηκε ευρύτατα στην Ευρώπη στη δεύτερη πεντηκονταετία του 18ου και στις πρώτες δεκαετίες του 19ου αι. Η αρχή του ανάγεται στο ενδιαφέρον για τις αρχαιολογικές σπουδές, που ανακινήθηκε μετά τις επιτυχείς ανασκαφές …   Dictionary of Greek

  • Καυταντζόγλου, Λύσανδρος — (Θεσσαλονίκη 1811– Αθήνα 1885). Αρχιτέκτονας. Θεωρείται ένας από τους σημαντικότερους εκπροσώπους του ελληνικού νεοκλασικισμού. Καταγόταν από πλούσια και ισχυρή οικογένεια και οι πρόγονοί του είχαν σχέσεις με τη Φιλική Εταιρεία και τους… …   Dictionary of Greek

  • Αιαντίδης — Όνομα ιστορικών προσώπων. 1. Γιος του τυράννου της Λαμψάκου (τέλη 6ου αι. π.Χ.). Ο τύραννος της Αθήνας Ιππίας, μετά τη δολοφονία του αδελφού του Ίππαρχου, πάντρεψε την κόρη του Αρχεδίκη με τον Α., γιατί προέβλεπε τηνπτώση του και ήθελε να… …   Dictionary of Greek

  • Δελφοί — Ορεινή κωμόπολη (υψόμ. 580 μ., 2.373 κάτ.) στην πρώην επαρχία Παρνασσίδος του νομού Φωκίδος. Βρίσκεται στις νότιες πλαγιές του Παρνασσού, 21 χλμ. ΝΑ της Άμφισσας. Αποτελεί έδρα του ομώνυμου δήμου. Ο σημερινός οικισμός διαδέχτηκε τον παλαιότερο… …   Dictionary of Greek

  • Λυσάνδρια — ή, κατά τον Ησύχ. και τον Φώτ., ορθός τ. Λυσάνδρεια, τὰ (Α) [Λύσανδρος] εορτή προς τιμήν τού Λυσάνδρου …   Dictionary of Greek

  • άλυπος — (5ος – 4ος αι. π.Χ.). Γλύπτης και χαλκουργός από τη Σικυώνα, μαθητής του Ναυκύδη. Από τα έργα του συμπεραίνεται ότι άκμασε μεταξύ 420 380 π.Χ. Κατασκεύασε χάλκινους ανδριάντες ναυάρχων, συμμάχων του Λύσανδρου στη ναυμαχία του εναντίον των… …   Dictionary of Greek

  • κυρός — I (τέλη 7ου – αρχές 8ου αι. μ.Χ.). Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως (706−711). Αναγορεύτηκε πατριάρχης από τον Ιουστινιανό Β’, μετά τη δεύτερη εξορία του οποίου ο αυτοκρατορικός θρόνος περιήλθε στον Αρμένιο Φιλιππικό. Ο τελευταίος, αιρετικός… …   Dictionary of Greek

  • κύρος — I (τέλη 7ου – αρχές 8ου αι. μ.Χ.). Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως (706−711). Αναγορεύτηκε πατριάρχης από τον Ιουστινιανό Β’, μετά τη δεύτερη εξορία του οποίου ο αυτοκρατορικός θρόνος περιήλθε στον Αρμένιο Φιλιππικό. Ο τελευταίος, αιρετικός… …   Dictionary of Greek

  • παυσανίας — Όνομα ιστορικών προσώπων. 1. Βασιλιάς της Μακεδονίας (390 389 π.Χ.). Ήταν γιος του Λυγκηστού Αέροπου και εκθρονίστηκε από τον Αμύντα Γ’. 2. Γλύπτης και χαλκοπλάστης από την Απολλωνία. Είχε κατασκευάσει ένα αναμνηστικό ανάθημα, που είχε αφιερωθεί… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”